- ἐπιφθύζοισα
- ἐπιφθύζωspit atpres part act fem nom/voc sg (doric aeolic)ἐπιφθύζωspit atpres part act fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφθύζω — ἐπιφθύζω (Α) φτύνω για να αποφύγω μαγική επίδραση («καὶ λέγ’ ἐπιφθύζοισα τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω », Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φθύζω, παράλλ. τ. τού πτύω βλ. λ., που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο ρήμα] … Dictionary of Greek